μεσημβρινοανατολικός

μεσημβρινοανατολικός
-ή, -ό
ο νοτιανατολικός.
επίρρ...
μεσημβρινοανατολικώς και -ά
με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημβρινός + ανατολικός. Η λ. μαρτυρείται από.το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοτιοανατολικός — και νοτιανατολικός, ή, ο 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και ανατολής, σημείο τού ορίζοντα ο μεσημβρινοανατολικός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο σιρόκος. επίρρ... νοτιοανατολικώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”